platform shoe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
platform shoe platform shoes
Platform shoe.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

platform shoe → δείτε  platform (πλατφόρμα) & shoe

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

platform shoe

Δείτε επίσης[επεξεργασία]