plausibilité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
plausibilité | plausibilités |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
plausibilité (fr) θηλυκό
- η πιθανότητα να γίνει κάτι πραγματικότητα]], αληθοφάνεια