playing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

playing (en)

  1. μετοχή ενεστώτα του ρήματος play


Ουσιαστικό[επεξεργασία]

playing (en) < γερούνδιο του play

  1. η εκτέλεση ενός μουσικού κομματιού, η προβολή ενός έργου π.χ. στην τηλεόραση