pleine lune
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pleine lune | pleines lunes |
pleine lune (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pleine lune | pleines lunes |
pleine lune (fr) θηλυκό