plena
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plena | plenaj |
αιτιατική | plenan | plenajn |
plena (eo)
Καταλανικά (ca) [επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
plena (ca)
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
- θηλυκό του plenus, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του ενικού
- ουδέτερο του plenus, στην ονομαστική, την αιτιατική και την κλητική του πληθυντικού