pleniĝi
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ρήμα pleniĝi | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | pleniĝas | pleniĝanta | pleniĝata |
αόριστος | pleniĝis | pleniĝinta | pleniĝita |
μέλλοντας | pleniĝos | pleniĝonta | pleniĝota |
υποθετική | pleniĝus | - | - |
προστακτική | pleniĝu | - | - |
pleniĝi (eo)
- γεμίζω (εγώ ο ίδιος)