Μετάβαση στο περιεχόμενο

pleniĝi

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: plenigi

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pleniĝi < plen- + -iĝ- + -i
ρήμα pleniĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας pleniĝas pleniĝanta pleniĝata
αόριστος pleniĝis pleniĝinta pleniĝita
μέλλοντας pleniĝos pleniĝonta pleniĝota
υποθετική pleniĝus - -
προστακτική pleniĝu - -

pleniĝi (eo)

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]