plenkresk-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

plenkresk- < plen + kresk-

Ρίζα[επεξεργασία]

plenkresk- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: εφηβεία

Παράγωγα[επεξεργασία]