pleonasmo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pleonasmo | pleonasmoj |
αιτιατική | pleonasmon | pleonasmojn |
pleonasmo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pleonasmo | pleonasmoj |
αιτιατική | pleonasmon | pleonasmojn |
pleonasmo (eo)