pliboniĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

pliboniĝi < pli + bon(a) + iĝi

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα pliboniĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας pliboniĝas pliboniĝanta pliboniĝata
αόριστος pliboniĝis pliboniĝinta pliboniĝita
μέλλοντας pliboniĝos pliboniĝonta pliboniĝota
υποθετική pliboniĝus - -
προστακτική pliboniĝu - -

pliboniĝi (eo)

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

plibonigxi, plibonighi, plibonig'i