plonĝonta

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

plonĝonta

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

plonĝonta (eo)

  • μέλλοντας της επιθετικής ενεργητικής μετοχής του ρήματος plonĝi