plongeur
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
plongeur | plongeurs |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]plongeur (fr) αρσενικό
- ο δύτης, ο βουτηχτής
- o λαντζιέρης
ενικός | πληθυντικός |
plongeur | plongeurs |
plongeur (fr) αρσενικό