Μετάβαση στο περιεχόμενο

ploy

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ploy (en)

  1. το στρατήγημα, η πονηριά, το τέχνασμα
    don't fall for that ploy - μην « την πατήσετε » με αυτό το τέχνασμα