pluck
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
pluck | plucks |
pluck (en)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | pluck |
γ΄ ενικό ενεστώτα | plucks |
αόριστος | plucked |
παθητική μετοχή | plucked |
ενεργητική μετοχή | plucking |
pluck (en)
- (μεταβατικό) βγάζω τρίχες με τα δάχτυλά μου ή με τσιμπιδάκι
She plucked (out) a grey hair.
- Έβγαλε μία γκρι τρίχα.
- (μεταβατικό) μαδάω, ξεπουπουλιάζω, αποσπώ τα φτερά πτηνού για να το μαγειρέψω
Come on, let’s pluck the chicken.
- Έλα να μαδήσουμε το κοτόπουλο.
I’m plucking the turkey.
- Ξεπουπουλιάζω τη γαλοπούλα.
- νύσσω, χτυπάω χορδή μουσικού οργάνου
- → δείτε τη λέξη shred (χτυπάω, κοπανάω χορδή οργάνου)
- γλιτώνω κάποιον από κάτι
- αποσπώ κομμάτι