pluvmantelo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pluvmantelo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pluvmantelo | pluvmanteloj |
αιτιατική | pluvmantelon | pluvmantelojn |
pluvmantelo (eo)
- το αδιάβροχο