plywood

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

plywood < ply (φύλλο) + wood

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

plywood (en)

  1. υλικό κατασκευής σε φύλλα, που φτιάχνεται από τρεις ή περισσότερες στρώσεις ξύλου (καπλαμά)
    (τα νερά του ξύλου είναι εμφανή στην επιφάνεια, δεν φτιάχνεται από πολτοποιημένο ξύλο)
    After the hurricane there was a severe regional shortage of plywood, especially exterior plywood.
  2. (μετρήσιμο) ένας ιδιαίτερος τύπος αυτού του υλικού κατασκευής
    We stock exterior plywoods, interior plywoods, and furniture plywoods.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]