poŝtkarto
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | poŝtkarto | poŝtkartoj |
αιτιατική | poŝtkarton | poŝtkartojn |
poŝtkarto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | poŝtkarto | poŝtkartoj |
αιτιατική | poŝtkarton | poŝtkartojn |
poŝtkarto (eo)