poŝtmandato
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | poŝtmandato | poŝtmandatoj |
αιτιατική | poŝtmandaton | poŝtmandatojn |
poŝtmandato (eo)