poŝtoficejo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | poŝtoficejo | poŝtoficejoj |
αιτιατική | poŝtoficejon | poŝtoficejojn |
poŝtoficejo (eo)
- το ταχυδρομείο