pochodzenie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˌpɔxɔˈd͡z̑ɛ̃ɲɛ/
Ετυμολογία
[επεξεργασία]pochodzenie (pl) < pochodzić (pl)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pochodzenie (pl)
- η καταγωγή