poczta
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
poczta (pl) θηλυκό
- το ταχυδρομείο δηλαδή:
- η υπηρεσία
- το κτήριο
- γενικά η αλληλογραφία
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- poczta pantoflowa: ράδιο αρβύλα