podłoga
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | podłoga | podłogi |
γενική | podłogi | podłóg |
δοτική | podłodze | podłogom |
αιτιατική | podłogę | podłogi |
οργανική | podłogą | podłogami |
τοπική | podłodze | podłogach |
κλητική | podłogo | podłogi |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
podłoga (pl) θηλυκό
- το πάτωμα, το κάτω μέρος ενός χώρου
- (μαθηματικά) διαδεδομένη ονομασία για τη συνάρτηση που στρογγυλοποιεί έναν αριθμό προς τα κάτω (, , ή )