Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Σελίδες για αποσυνδεμένους συντάκτες
μάθετε περισσότερα
Συνεισφορές
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Αγγλικά
(en)
Εναλλαγή Αγγλικά
(en)
υποενότητας
1.1
Ουσιαστικό
1.2
Πηγές
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
poet
52 γλώσσες
العربية
Azərbaycanca
Български
বাংলা
Català
Čeština
Cymraeg
Deutsch
English
Esperanto
Español
Eesti
Euskara
Suomi
Français
Gàidhlig
हिन्दी
Magyar
Հայերեն
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
Қазақша
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Limburgs
Malagasy
മലയാളം
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Oromoo
Polski
Português
Română
Русский
Sängö
Simple English
Slovenčina
Shqip
Српски / srpski
Svenska
Kiswahili
தமிழ்
తెలుగు
Тоҷикӣ
ไทย
اردو
Vèneto
Tiếng Việt
中文
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης
:
Poet
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
ενικός
πληθυντικός
poet
poets
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
poet
(en)
(
επάγγελμα
)
ο
ποιητής
, η
ποιήτρια
⮡
The
poet
creates poems.
Ο
ποιητής
δημιουργεί ποιήματα.
Πηγές
[
επεξεργασία
]
poet
-
Oxford Learner's Dictionaries
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Επαγγέλματα (αγγλικά)
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
poet
52 γλώσσες
Προσθήκη θέματος