poignant
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]| παραθετικά | |
| θετικός | poignant |
| συγκριτικός | more poignant |
| υπερθετικός | most poignant |
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]poignant (en)
- αιχμηρός
- εύστοχος (π.χ. ως επισήμανση)
- σπαραχτικός, οδυνηρός, πληγωτικός
- συγκινητικός, που συγκινεί, που προκαλεί συγκίνηση
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | poignant | poignants |
| θηλυκό | poignante | poignantes |
poignant (fr)