poigne
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- poigne < θηλυκή μορφή του poing
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
poigne | poignes |
poigne (fr) θηλυκό
- η δύναμη της γροθιάς
- (κατ’ επέκταση) το χέρι, η πυγμή
- (μεταφορικά) η πυγμή, η έντονη προσωπικότητα