poilu

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό poilu poilus
θηλυκό poilue poilues

poilu (fr)

  1. τριχωτός
  2. (παρωχημένο) θαρραλέος, δυναμικός
  3. σχετικός με τη γαλλική κοινότητα Poil

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
poilu poilus

poilu (fr)

  1. Γάλλος στρατιώτης ο οποίος πολέμησε, μαχόταν στο μέτωπο του Πρώτου παγκοσμίου πολέμου

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]