Μετάβαση στο περιεχόμενο

pointed

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός pointed
συγκριτικός more pointed
υπερθετικός most pointed

pointed (en)

  1. αιχμηρός, που έχει αιχμή
      a pointed instrument/object/tool/sword - αιχμηρό όργανο/αντικείμενο/εργαλείο/ξίφος
     συνώνυμα: pointy
  2. αιχμηρός, καυστικός, εύστοχος, με σαφή και συχνά επικριτικό τρόπο εναντίον ενός συγκεκριμένου ατόμου ή της συμπεριφοράς του
      a pointed critique - αιχμηρή κριτική
      pointed comments - καυστικά σχόλια
      a pointed reply - εύστοχη απάντηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

pointed (en)