pointing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pointing (en)

  • το δείξιμο, η ενέργεια του να δείχνει κάποιος κάτι

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

pointing (en)

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]