poisser
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
poisser (fr)
- Un liquide noirâtre lui poissait les doigts. Ένα μαυριδερό υγρό έκανε τα χέρια του να κολλάνε.
- (οικείο) πιάνω, σταματώ, συλλαμβάνω
- Il s'est fait poisser par la police. Τον συνέλαβε η αστυνομία.