poisson-chat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
poisson-chat < poisson (ψάρι) + chat (γάτα)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
poisson-chat poisson-chats

poisson-chat (fr) αρσενικό