Μετάβαση στο περιεχόμενο

poivre

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

poivre < λατινική piper

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pwavʁ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
poivre poivres

poivre (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]