pokój

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpɔkuj/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

pokój (pl) αρσενικό

  1. η ειρήνη
  2. το δωμάτιο

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • niech odpoczywa w pokoju - ας αναπαύεται εν ειρήνη
  • fajka pokoju - η πίπα της ειρήνης
  • gołąbek pokoju - το περιστέρι της ειρήνης

Συγγενικά[επεξεργασία]