poke
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]- σκουντώ
- poke someone: απαυτώνω, τον καφώνω, τον μπήγω, τον χώνω, γαμ ώ-γαμ άω, πηδώ-πηδάω, συνουσιάζομαι ενεργητικά
- poke someone: βάζω-χώνω-μπήγω δάχτυλο σε αιδοίο ή πρωκτό
- poke something: πειράζω κάτι κουνώντας ή σκουντώντας το