policé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | policé | policés |
θηλυκό | policée | policées |
Επίθετο[επεξεργασία]
policé (fr)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη police