policjant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pɔˈlʲit͡s̑ʲjãnt/
Ετυμολογία
[επεξεργασία]→ δείτε τη λέξη policja
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]policjant (pl) αρσενικό
- ο αστυνομικός, ο αστυνόμος