policyjny
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
→ δείτε τη λέξη policja
Επίθετο[επεξεργασία]
policyjny (pl)
- αυτός που αφορά την αστυνομία, αστυνομικός
→ δείτε τη λέξη policja
policyjny (pl)