politesse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- politesse < αρχαία ιταλική politezza < polito
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
politesse | politesses |
politesse (fr) θηλυκό
- η ευγένεια των τρόπων