Μετάβαση στο περιεχόμενο

polluant

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
polluant polluants

polluant (fr) αρσενικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό polluant polluants
θηλυκό polluante polluantes

polluant (fr)