polonaise
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
polonaise | polonaises |
polonaise (en)
- η πολωνέζα (ο χορός, η μουσική για τον χορό)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]polonaise: θηλυκό του επιθέτου polonais
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pɔ.lɔ.nɛz̃/
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]polonaise (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
polonaise | polonaises |
polonaise (fr) θηλυκό
- η πολωνέζα (ο χορός, η μουσική για τον χορό)