polygraph
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
polygraph | polygraphs |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]polygraph (en)
- ο πολύγραφος, ειδική συσκευή ανίχνευσης ψεύδους
- ↪ The polygraph test has been banned in the private sector as a hiring tool.
- Το τεστ πολύγραφου έχει απαγορευτεί στον ιδιωτικό τομέα ως εργαλείο προσλήψεων.
- ≈ συνώνυμα: lie detector
- ↪ The polygraph test has been banned in the private sector as a hiring tool.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- polygraph στην αγγλική Βικιπαίδεια