polygraphique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɔ.li.ɡʁa.fik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
polygraphique | polygraphiques |
polygraphique (fr) αρσενικό ή θηλυκό