pomme d'Adam
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]pomme d'Adam (fr) θηλυκό
- το μήλο του Αδάμ, το λεγόμενο καρύδι, η προεξοχή στο λαιμό των ανθρώπων, ιδιαίτερα ορατή στους άνδρες
pomme d'Adam (fr) θηλυκό