pomoc
![]() |
Πίνακας περιεχομένων
Πολωνικά (pl) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pomoc (pl) θηλυκό
- η βοήθεια
[επεξεργασία]
- dopomóc
- pomagać / pomóc
- pomagier
- pomagierka
- pomocnictwo
- pomocniczka
- pomocniczo
- pomocniczość
- pomocniczy
- pomocnik
- pomocność
- pomocny
- pomocowo
- pomocowy
- wspomagać
- wspomóc
Τσεχικά (cs) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pomoc (cs) θηλυκό
- η βοήθεια