pompon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
pompon | pompons |
pompon (fr) αρσενικό
- η διακοσμητική φούντα από μαλλί
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- avoir son pompon: (παρωχημένο) είμαι ελαφρά μεθυσμένος
- c'est le pompon !: είναι το άκρον άωτον
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
pompon (eo)