pompous
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | pompous |
συγκριτικός | more pompous |
υπερθετικός | most pompous |
Επίθετο
[επεξεργασία]- πομπώδης, ματαιόδοξος, που δείχνει ότι κάποιος πιστεύει ότι είναι πιο σημαντικός από άλλους, ειδικά λέγοντας μακροσκελείς και επίσημες λέξεις