ponctualité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ponctualité | ponctualités |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ponctualité (fr) θηλυκό
- η ακρίβεια (στον χρόνο)
ενικός | πληθυντικός |
ponctualité | ponctualités |
ponctualité (fr) θηλυκό