pontifical
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pontifical | pontificaux |
θηλυκό | pontificale | pontificales |
Επίθετο
[επεξεργασία]pontifical (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pontifical | pontificaux |
θηλυκό | pontificale | pontificales |
pontifical (fr)