popolekstermo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | popolekstermo | popolekstermoj |
αιτιατική | popolekstermon | popolekstermojn |
popolekstermo (eo)
- γενοκτονία, εξολόθρευση ενός λαού