popolo
Από Βικιλεξικό
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[
επεξεργασία
]
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
popolo
<
popol
+
-o
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
πτώση
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
popolo
popoloj
αιτιατική
popolon
popolojn
popolo
(eo)
λαός
Κατηγορίες
:
Ουσιαστικά (εσπεράντο)
Γλώσσα εσπεράντο
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Παραλλαγές
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Βικιλεξικό:Κύρια Σελίδα
Πύλες
Τυχαία σελίδα
συνεισφορά
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Πρόσφατες αλλαγές
Νέες σελίδες
βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δημιουργία
Δωρεές
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Έκδοση εκτύπωσης
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Άλλες γλώσσες
Azərbaycanca
Brezhoneg
ᏣᎳᎩ
Dansk
Deutsch
English
Esperanto
Español
Suomi
Français
Galego
Magyar
Ido
Italiano
日本語
한국어
Lietuvių
Malagasy
Norsk
Occitan
Polski
Română
Русский
ไทย
Türkçe
中文