populate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

populate (en)

  1. κατοικώ
  2. (πληροφορική) γεμίζω με δεδομένα ένα κενό αρχείο ή βάση δεδομένων

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]