pormenor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- pormenor < από τον ιδιωματισμό por menor
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pormenor (pt) αρσενικό
- η ελάχιστη διαφορά, αυτή που μόλις και μετά βίας διακρίνεται
- η λεπτομέρεια που μπορεί όμως να κάνει τη διαφορά
- η ασήμαντη λεπτομέρεια